παυσίπονο

παυσίπονο
ağrıkesici, ağrı dindirici

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …   Dictionary of Greek

  • ναρκωφίνη — η (φαρμ.) σκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καταπραϋντικό και παυσίπονο …   Dictionary of Greek

  • χλωροφορμιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που περιέχει χλωροφόρμιο 2. φρ. α) «χλωροφορμιούχα έλαια» διαλύματα χλωροφορμίου σε έλαια, χρησιμοποιούμενα σε εντριβές ως παυσίπονα β) «χλωροφορμιούχο ύδωρ» υδατικό διάλυμα τού χλωροφορμίου, χορηγούμενο εσωτερικά ως …   Dictionary of Greek

  • ακεταμινοφαίνη — Μη ναρκωτικό αναλγητικό (παυσίπονο) …   Dictionary of Greek

  • αντιπυρίνη — η αντιπυρετικό και παυσίπονο φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παυσίπονος — η, ο 1. αυτός που παύει τον πόνο. 2. το ουδ. ως ουσ., παυσίπονο κάθε φάρμακο που ανακουφίζει από τον πόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”